ἑστιάρχης

ἑστιάρχης
ἑστι-άρχης, ου, ,
A the master of a feast, Plu.2.643d, prob. in CIG2052.4 (Apollonia in Thrace).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εστιάρχης — ἑστιάρχης και ἑστίαρχος, ὁ (Α) αυτός που επιστατεί στο συμπόσιο, ο οικοδεσπότης, ο συμποσιάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εστία + αρχης* πρβλ. γεν άρχης] …   Dictionary of Greek

  • ἑστιάρχας — ἑστιάρχᾱς , ἑστιάρχης the master of a feast masc acc pl ἑστιάρχᾱς , ἑστιάρχης the master of a feast masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εστιαρχώ — ἑστιαρχῶ, έω (Α) [εστιάρχης] είμαι συμποσιάρχης, οικοδεσπότης, φιλοξενώ, φιλεύω στην οικία μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”